- βωξίτης
- οορυκτό από το οποίο κατασκευάζεται το αλουμίνιο: Στην περιοχή υπάρχουν ορυχεία βωξίτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βωξίτης — Μετάλλευμα που αποτελεί πρώτη ύλη για την παρασκευή αλουμίνας, η οποία χρησιμοποιείται στην παραγωγή αλουμινίου. Η ονομασία (διεθνώς bauxite) προέρχεται από το γαλλικό χωριό Le Baux της Προβηγκίας, όπου βρέθηκαν τα πρώτα κοιτάσματά του. Χημικά… … Dictionary of Greek
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… … Dictionary of Greek
προσρόφηση — Φαινόμενο κατά το οποίο μόρια ένος υγρού ή ενός αερίου συγκρατούνται μέσα σε ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα ορισμένων στερεών ουσιών, που ονομάζονται προσροφητές. Τέτοιοι είναι, για παράδειγμα, ο ζωικός άνθρακας, το ενεργό αργίλιο, η αλουμίνα, ο… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
Βαλκανική χερσόνησος — Είναι η ανατολικότερη από τις τρεις ευρωπαϊκές χερσονήσους που βρέχονται από τη Μεσόγειο. Τα όριά της είναι μερικώς ακαθόριστα, επειδή δεν υπάρχει ένα σαφές διαχωριστικό φράγμα στα βόρειά της, όπου συνδέεται σε μήκος περίπου 1.200 χλμ. με τον… … Dictionary of Greek
Δαλματία — (Dalmacija). Παράκτια ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 15.000 τ. χλμ.) στο δυτικό τμήμα της Βαλκανικής χερσονήσου, στην Αδριατική που σήμερα πολιτικά ανήκει κατά το μεγαλύτερος μέρος της στην Κροατία και λιγότερο στη Βοσνία Ερζεγοβίνη και στο… … Dictionary of Greek
Ευβοίας, νομός — Νομός (4.167 τ. χλμ., 215.136 κάτ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, που περιλαμβάνει την Εύβοια, τη Σκύρο με τα γύρω μικρά νησιά Σκυροπούλα, Βάλαξα, Σαρακηνό κ.ά., τη συστάδα των Πεταλιών (στον ομώνυμο κόλπο), τα μικρά νησιά Καβαλιανή και Στύρα … Dictionary of Greek
Κουανγκσί Τσουάνγκ ή Γκουανχσί Τσουάνγκ — (Guangxi Zhuang). Αυτόνομη περιοχή (220.400 τ. χλμ., 44.890.000 κάτ. το 2000) της νότιας Κίνας, ΒΑ του Βιετνάμ, με πρωτεύουσα τη Νανίνγκ. Εκτείνεται σε μία ιδιαίτερα ορεινή περιοχή, που διασχίζεται από πολλά ποτάμια, πλωτά σε πολλά σημεία τους… … Dictionary of Greek